δορυδρεπανον

δορυδρεπανον
    δορυδρέπανον
    δορυ-δρέπᾰνον
    τό копье с серповидным наконечником Plat., Polyb.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "δορυδρεπανον" в других словарях:

  • δορυδρέπανον — δορυδρέπανον, το (Α) 1. δόρυ με δρεπανοειδή αιχμή, λογχοδρέπανο σε χρήση κυρίως σε ναυμαχίες για να πλήττει και να συγκρατεί κατόπιν τον εχθρό 2. πολιορκητική μηχανή για διόρυξη τείχους ή κατακρήμνιση τών εχθρών απ αυτό …   Dictionary of Greek

  • δορυδρέπανον — halbert neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορυδρεπάνοις — δορυδρέπανον halbert neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορυδρεπάνων — δορυδρέπανον halbert neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορυδρεπάνῳ — δορυδρέπανον halbert neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορυδρέπανα — δορυδρέπανον halbert neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»